χωριατόπαιδο

χωριατόπαιδο
χωριατόπαιδο, το και χωριατόπουλο, το
νεαρός χωριάτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χωριατόπαιδο — το, Ν νεαρός χωρικός, χωριατόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + παιδί] …   Dictionary of Greek

  • χωριατόπουλο — το, θηλ. χωριατοπούλα, Ν χωριατόπαιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + πουλο*] …   Dictionary of Greek

  • χωριατόπουλο — το βλ. χωριατόπαιδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”